Η Τσακίστρα ξεχωρίζει για την ομορφιά του φυσικού της τοπίου. Είναι χαρακτηριστικό πως η χλωρίδα της περιοχής αριθμεί περίπου 180 είδη, ενώ η πανίδα περίπου 85 είδη. Αξιοσημείωτο είναι πως όταν επισκεφθείτε την Τσακίστρα, υπάρχει πιθανότητα να συναντήσετε όμορφα αγρινά. Ας γνωρίσουμε, όμως, καλύτερα το αγρινό, το είδος αιγοπροβάτου που υπάρχει μόνο στην Κύπρο και ζει σε απόκρημνες περιοχές του δάσους της Πάφου.
Τα χαρακτηριστικά του αγρινού
Το αγρινό, το καλοκαίρι, έχει κοντό και λείο τρίχωμα, ενώ το χειμώνα γίνεται πυκνό. Το καλοκαίρι το τρίχωμα του είναι καφέ με λίγο λευκό στο κάτω μέρος του σώματος του και το χειμώνα είναι καφέ και γκρι ανοικτό, με μια λωρίδα μαύρο χρώμα κοντά στο λαιμό.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του αγρινού είναι τα κέρατά του που είναι γυριστά και μεγάλα και σε πλήρη ανάπτυξη φτάνουν ακόμα και τα 60 εκατοστά. Αξίζει να γνωρίζει κανείς πως κέρατα έχουν μόνο τα αρσενικά αγρινά. Το φθινόπωρο, τα αγρινά ζευγαρώνουν και ακολούθως σχηματίζουν μεικτές αγέλες που αποτελούνται περίπου από 10 έως 20 ζώα. Όλο το χειμώνα ζουν σε αγέλες, ενώ την άνοιξη, όταν πλησιάζει και ο τοκετός, χωρίζονται και δημιουργούν μικρότερες ομάδες. Έτσι τον Απρίλη, τα θηλυκά γεννούν ένα και πιο σπάνια δυο αγρινά.
Στοιχεία για τη ζωή του αγρινού στην Κύπρο
Είναι αξιοσημείωτο πως παλαιότερα σε κάθε λοφώδη και ορεινή περιοχή του νησιού ζούσαν πολλά αγρινά. Αυτό άλλωστε μαρτυρούν, όπως σημειώνει η Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, μωσαϊκά και κείμενα παλαιότερων εποχών. Ειδικότερα, μωσαϊκά φανερώνουν πως τα αγρινά ήταν γνωστά τουλάχιστον από την ελληνορωμαϊκή εποχή. Επιπρόσθετα, κατά τα μεσαιωνικά χρόνια, στα κείμενα των ξένων επισκεπτών, το αγρινό αναφερόταν ως «κριός» ή «αιγοπρόβατο». Την ίδια εποχή, τα αγρινά αναφέρονταν στις περιγραφές κυνηγετικών εξορμήσεων.
Το 1878 (χρονολογία κατάληψης της Κύπρου από τους Άγγλους), όπως συμπληρώνει η Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, ο αριθμός των αγρινών περιορίστηκε σημαντικά τόσο στην οροσειρά του Τροόδους όσο και στο δάσος της Πάφου. Η κατάσταση έγινε χειρότερη, επειδή το κυνήγι τους όχι μόνο δεν σταμάτησε αλλά εισήχθησαν σύγχρονα κυνηγετικά όπλα απειλώντας την εξαφάνιση των αγρινών. Είναι αξιοσημείωτο πως το 1937 είχαν απομείνει μόνο 15 αγρινά. Αυτό φαίνεται να αποτέλεσε αφορμή για τη λήψη μέτρων με στόχο την προστασία των αγρινών. Αρχικά, το 1938, έγινε μια τροποποίηση στο νόμο, ενώ το 1938, αυτή ενισχύθηκε με την κήρυξη του δάσους της Πάφου ως μόνιμη προστατευόμενη περιοχή αλλά και με την απομάκρυνση των αιγών και των βοσκών από την περιοχή.
Τα επόμενα χρόνια, η προστασία των αγρινών ενισχύθηκε. Συγκεκριμένα, το 1967, η Κύπρος δεσμεύτηκε με την υπογραφή ενός εντύπου της Διεθνούς Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης και των Φυσικών Πόρων. Τρία χρόνια αργότερα, το 1970, η Κύπρος υπέβαλε αίτηση στην Επιτροπή Διατήρησης της Φύσης και Φυσικών Πόρων για διεξαγωγή έρευνας και υποβολή εισηγήσεων. Στις μέρες μας, χάρη στα μέτρα που λήφθηκαν ο αριθμός των αγρινών παρουσιάζει ανοδική πορεία.
Πηγές:
- Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 1, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσία 1987
- Σημειώσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου
|