Το προξενιό
Στα παλιά χρόνια, η ένωση δυο νέων με τα δεσμά του μυστηρίου του γάμου ήταν αποτέλεσμα συνοικεσίου (προξενιού), στο οποίο οι γονείς των μελλονύμφων διαδραμάτιζαν κρυφό αλλά αποφασιστικό ρόλο, ενώ φανερό οι στενοί συγγενείς. Αφού όλα διευθετούνταν, ο πατέρας του γαμπρού -ουδέποτε εκείνος της νύφης- ζητούσε την κόρη από τους γονείς της για το γιό του.
Ο γάμος από έρωτα δεν ήταν απλά σπάνιο φαινόμενο, αλλά πολλές φορές οι γονείς «έδιναν υπόσχεση γάμου» εν αγνοία του μελλοντικού ζεύγους- κυρίως της νύφης- πριν ακόμη οι άμεσα ενδιαφερόμενοι ενηλικιωθούν. Κατάλληλη ηλικία γάμο, θεωρείτο για τις κοπέλες, τα δεκαοχτώ, ενώ για τους νέους, τα είκοσι.
Το προικοσύμφωνο
Αφού οι γονείς συμφωνούσαν να παντρέψουν τα παιδιά τους και ενημέρωναν τους τελευταίους, προχωρούσαν στην ετοιμασία των προικοσύμφωνων. Στο προικοσύμφωνο καταγραφόταν η κινητή και η ακίνητη περιουσία που οι γονείς υπόσχονταν πως θα παραχωρήσουν στο ζεύγος, πριν το γαμήλιο μυστήριο.
Το προικοσύμφωνο, το υπόγραφαν τόσο οι μελλόνυμφοι όσο και οι γονείς τους, στη παρουσία ιερέα που υπόγραφε ως μάρτυρας. Μ’ αυτό τον τρόπο, το προικοσύμφωνο αποκτούσε νομική ισχύ και κάθε παράβασή του, έδινε το δικαίωμα στους επηρεαζόμενους να αποσύρουν τη συγκατάθεσή τους για το γάμο. Το προικοσύμφωνο υπογραφόταν στο σπίτι της νύφης.
Οι αρραβώνες
Την ημέρα της υπογραφής του προικοσύμφωνου, που- όπως προαναφέρθηκε- γινόταν στο σπίτι των γονιών της νύφης, πραγματοποιούταν και η ευλογία των αρραβώνων από τον ιερέα. Οι νέοι, παρόλο που ήταν αρραβωνιασμένοι, συνέχιζαν να μένουν χωριστά, διότι η νύφη έπρεπε να παραμείνει παρθένα μέχρι την ημέρα του γάμου της.
Το κάλεσμα- Οι προετοιμασίες
Η τελετή του μυστηρίου του γάμου γινόταν πάντοτε Κυριακή. Μερικές μέρες πριν από το γάμο, στα σπίτια των γονιών τόσο του γαμπρού όσο και της νύφης παρασκευάζονταν ειδικά κουλούρια. Τα περισσότερα από αυτά προορίζονταν για το κάλεσμα στο γάμο όλων των χωριανών και άλλων γνωστών.
Το κάλεσμα στο γάμο γινόταν την Πέμπτη, που προηγείτο της Κυριακής του γάμου, και από τις δυο οικογένειες των μελλονύμφων. Συγγένισσες του ζεύγους επισκέπτονταν όλα τα σπίτια του χωριού και ράντιζαν όλα τα μέλη της οικογένειας με ροδόσταγμα και παρέδιδαν ένα ή δυο κουλούρια.
Την επομένη, την Παρασκευή πριν από το γάμο, γινόταν ο στολισμός του νυφικού θαλάμου και το ζύμωμα. Επιπρόσθετα, σε διάφορα σημεία του χωριού, νεαρές κοπέλες αναρτούσαν «μανδηλιές» -πετσέτες της κουζίνας- και κεντήματα, όλα εργόχειρα της νύφης, καθώς και κουλούρια. Όλη σχεδόν η κινητή περιουσία της νύφης, δώρο των γονιών της, όπως έπιπλα, μαγειρικά σκεύη, σεντόνια και σκεπάσματα, εκτίθονταν προς κοινή θέα. Την ίδια μέρα, οι γυναίκες έψηναν τα ψωμιά, που θα προσφέρονταν στο φαγοπότι που ακολουθούσε το γάμο.
Το πρωί του Σαββάτου, οι άνδρες ετοίμαζαν τα κρέατα. Συγκεκριμένα, έσφαζαν κατσίκες, κότες, δαμαλάκια –μικρά δαμάλια-, ουδέποτε όμως χοίρους, γιατί υπήρχε η πρόληψη πως αν οι νεόνυμφοι έτρωγαν χοιρινό κρέας θα οδηγούνταν στη χηρεία. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, συγγενείς και φίλοι του ζεύγους, υπό τους ήχους του βιολιού και του λαούτου, μετέφεραν τις ξύλινες σκάφες με το σιτάρι για το ρέσι- παραδοσιακό γαμήλιο φαγητό- στη βρύση του χωριού. Εκεί, το έπλεναν με άφθονο νερό και έπειτα, πάλι με συνοδεία μουσικής, το μετέφεραν στο σπίτι της νύφης. Με τη δύση του ηλίου, στο σπίτι του γαμπρού, ξεκινούσαν χοροί και ακολουθούσε φαγοπότι μέχρι τα μεσάνυκτα. Στο γλέντι αυτό, η νύφη δεν έπρεπε να παρευρίσκεται.
Η μέρα του γάμου
Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, ο γάμος γινόταν Κυριακή. Η προετοιμασία του γαμπρού αλλά και το στόλισμα της νύφης άρχιζαν μετά το μεσημέρι της Κυριακής. Τόσο η ετοιμασία της νύφης όσο και του γαμπρού, που ξεκινούσε νωρίτερα από της νύφης, γινόταν με τη συνοδεία παραδοσιακής μουσικής και τραγουδιών. Το γαμπρό, τον ξύριζε ο κουρέας του χωριού και τον έντυναν, ο πατέρας του και ο «πρώτος» κουμπάρος. Τη νύφη χτένιζε η «πρώτη» κουμέρα –κουμπάρα-, η οποία έντυνε τη νύφη με τη βοήθεια της μητέρας της.
Ακολούθως, στη κατοικία των μελλονύμφων, γινόταν το ράψιμο του κρεβατιού, όπου θα κοιμόντουσαν για πρώτη φορά μαζί, ο γαμπρός και η νύφη. Συγκεκριμένα, οι κουμέρες- κουμπάρες- έραβαν ένα σεντόνι γύρω από το κρεβάτι, και έπειτα έραβαν πάνω στο σεντόνι πέντε κόκκινους υφασμάτινους σταυρούς, ένα στο κέντρο του κρεβατιού και τέσσερις στις γωνιές του. Ακολουθούσε, πρώτα, το πλούμισμα του κρεβατιού με χρήματα από το γαμπρό και τους συγγενείς του ζεύγους, έπειτα χορός από τους κουμπάρους και τις κουμέρες- κουμπάρες, και, τέλος, η μεταφορά του κρεβατιού στο νυφικό κοιτώνα.
Η τελετή του γαμήλιου μυστηρίου, γινόταν πάντοτε απόγευμα Κυριακής στην εκκλησία του χωριού και σ’ αυτή παρευρισκόταν όλο το χωριό. Στην εκκλησία, πρώτος πήγαινε ο γαμπρός και μετά η νύφη. Κατά την τέλεση του μυστηρίου, το ρίξιμο του σιταριού και του βαμβακόσπορου, το πάτημα της νύφης από το γαμπρό, καθώς διαβαζόταν το σχετικό εδάφιο του Αποστόλου και τα «κτυπήματα»- χαστούκια- στο γαμπρό από τους φίλους του, αποτελούσαν συνηθισμένο φαινόμενο.
Μετά την ολοκλήρωση του μυστηρίου, ακολουθούσε η μετάβαση των νεόνυμφων και των παρευρισκομένων από την εκκλησία στην κατοικία του ζεύγους, η οποία μάλιστα γινόταν με μεγάλη επισημότητα. Ειδικότερα, προπορεύονταν τα εξαπτέρυγα και ο σταυρός, ακολουθούσαν ο ιερέας και το ζεύγος των νεόνυμφων, πίσω από αυτούς οι κουμπάροι, οι κουμέρες –κουμπάρες- και οι άλλοι χωριανοί. Η πορεία αυτή έπρεπε να ακολουθήσει, έστω και μερικώς, διαφορετική διαδρομή από εκείνη που είχε προηγηθεί καθώς πήγαιναν στην εκκλησία, για να αποφευχθεί, όπως πίστευαν, ο δεύτερος γάμος του γαμπρού ή της νύφης. Έξω από το σπίτι των νεόνυμφων, στεκόταν η μητέρα της νύφης, η οποία περίμενε τους νεόνυμφους και τη συνοδεία τους κρατώντας στο δεξί χέρι ένα «καπνιστήρι» (θυμιατήρι), ενώ στο αριστερό, ένα πιάτο με μερικά φύλλα ξηρής αγιασμένης ελιάς. Ο ιερέας ευλογούσε το θυμίαμα και, ακολούθως, η μητέρα «κάπνιζε» (θυμιάτιζε) το ζεύγος και έσπαζε το πιάτο στο έδαφος, για να μην το ξαναχρησιμοποιούσουν οι δυο νέοι.
Καθήκον απαράβατο των νεόνυμφων ήταν η επίσημη υποδοχή των προσκεκλημένων. Όρθιοι, πίσω από ένα χαμηλό τραπέζι, δέχονταν τα συγχαρητήρια των χωριανών. Οι νεόνυμφοι έκαναν χειραψία με τους προσκεκλημένους, που τους εύχονταν «να ζήσουν» και μερικοί από αυτούς, τους «πλούμιζαν με χρήματα». Ακολούθως, όλοι έπαιρναν γλυκό για κέρασμα - που σχεδόν πάντοτε ήταν μαρμελάδα μοσφίλου (καρπός κουδομηλιάς)- και, έπειτα, οδηγούνταν από τους γονείς του ζεύγους στα τραπέζια που ήταν γεμάτα από φαγητά και ποτά. Ειδικότερα, σε κάθε οικογένεια πρόσφεραν βραστό κοτόπουλο, πατάτες και τεύτλα (παντζάρια) μαγειρεμένα με κρέας. Στους μεγάλους (ενήλικες), προσέφεραν ζιβανία και κρασί και έπιναν όλοι σε κοινό ποτήρι. Μετά από το φαγοπότι, ακολοθούσαν κυπριακοί χοροί και τραγούδια μέχρι τα μεσάνυχτα.
Οι μέρες μετά το γάμο
Τη Δευτέρα, μετά το μεσημέρι, οι χωριανοί επαναλάμβαναν επίσκεψη στο σπίτι των νεόνυμφων. Ακολουθούσε φαγοπότι, στο οποίο προστίθετο και ένα νέο παραδοσιακό φαγητό, το ρέσι που παρασκευαζόταν από βραστό χονδροαλεσμένο σιτάρι, μαγειρεμένο σε λίπος κατσίκας.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, η διασκέδαση κορυφωνόταν με το χορό του ανδρογύνου. Ενώ ο γαμπρός και η νύφη χόρευαν κυπριακούς παραδοσιακούς χορούς, οι γονείς, τα αδέλφια και οι λοιποί συγγενείς τους διέκοπταν για να τους πλουμίσουν. Ακολούθως, ο γαμπρός χόρευε με τους κουμπάρους, η νύφη με τις κουμέρες- κουμπάρες και τέλος, τα πεθερικά του ζεύγους. Το γλέντι τελείωνε γύρω στα μεσάνυχτα.
Τη Τρίτη το απόγευμα, ξεκινούσε νέο φαγοπότι και χορός στο σπίτι των νεόνυμφων. Σ’ αυτό συμμετείχαν μόνοι οι στενοί συγγενείς του ζεύγους, οι κουμπάροι και οι κουμέρες- κουμπάρες. Από το πρωί μερικοί κουμπάροι, επισκέπτονταν, υπό τους ήχους της μουσικής, τα κοτέτσια όλων των κουμπάρων και των κουμέρων, καθώς και των συγγενών για να πάρουν κότες για το γεύμα που θα ακολουθούσε. Τις κότες που έπαιρναν, τις κρεμούσαν-από τα πόδια- πάνω σε ένα οριζόντιο κοντάρι, το οποίο κρατούσαν δυο από αυτούς.
Την επόμενη Κυριακή γινόταν ο αντίγαμος. Οι άμεσα εμπλεκόμενοι και πάλι έστηναν γλέντι. Αυτή τη φορά στα σπίτια των κουμπάρων.
Πηγή: Σημειώσεις Κοινοτικού Συμβουλίου |