Ο Άγιος Νικόλαος είναι από τους πλέον γνωστούς και αγαπημένους Πατέρες και Αγίους της Εκκλησίας μας. Το γεγονός αυτό μαρτυρούν οι αμέτρητοι ναοί που έχουν κτιστεί προς τιμήν του και τα εκατομμύρια των Χριστιανών που φέρουν το όνομά του.
Ιδιαίτερη τιμή και ευλάβεια του αποδίδουν οι θαλασσινοί και οι ναυτιλλόμενοι, οι οποίοι τον έχουν για προστάτη Άγιό τους. Αμέτρητα είναι τα θαύματα που έχει κάνει στη θάλασσα, για να σώσει τις ζωές αυτών που κινδύνευαν και κινδυνεύουν.
Με τα ωραιότερα εγκώμια τον τιμά η Εκκλησία μας. Και του αξίζει κάθε τιμή και κάθε εγκώμιο, γιατί όλη του η ζωή ήταν η ενσάρκωση της αγάπης και της φιλανθρωπίας. Ένας υπέρμαχος αγωνιστής της Εκκλησίας. Ένα παράδειγμα προς μίμηση για όσους ζητούν τη σωτηρία της ψυχής τους.
Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στα Πάταρα της Λυκίας της Μικράς Ασίας γύρω στο 250 μ.χ.. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς και φωτισμένοι άνθρωποι με πολύ καλή οικονομική κατάσταση. Αφού γνώρισαν πρώτα οι ίδιοι τον Χριστό μας, μετέδωσαν έπειτα και στο μικρό Νικόλαο την Θείαν αγάπη και την ευσέβεια. Έπειτα του έδωσαν κοινωνική και γραμματική μόρφωση.
Πολύ νέος χάνει και τους δυο γονείς του και μένει ορφανός σ’ ένα κόσμο όπου κυριαρχεί η ειδωλολατρεία και η αμαρτία. Στα χέρια του έχει μια μεγάλη περιουσία να διαχειριστεί. Μια περιουσία την οποία, παρά το νεαρό της ηλικίας του, δεν την σπαταλά αλλά την χρησιμοποιεί για φιλανθρωπίες και ελεημοσύνες.
Οι Χριστιανοί τον θαυμάζουν και παρακαλούν το Θεό να τον αξιώσει να γίνει ιερέας. Και ο ίδιος προσωπικά είχε κλήση στην ιερωσύνη. Έτσι ο τότε Αρχιεπίσκοπος της Λυκίας και θείος του Νικολάου, εκτιμώντας τις αρετές και την πίστη του τον χειροτονεί ιερέα της Επισκοπής.
Ταξιδεύει στους Αγίους Τόπους όπου κια αποφασίζει να μείνει για να ησυχάσει. Υπάρχει παράδοση ότι ήλθε στην Κύπρο και μαζί με τον Άγιο Ευτύχιο κτίσανε τη Μονή των Ιερέων στην Πάφο. Έμεινε στην Κύπρο τρία χρόνια.
Άγγελος Κυρίου όμως τον διατάζει να επιστρέψει στην πατρίδα του. Ερχόμενος πίσω στα Πάταρα μονάζει στο μοναστήρι Σιών στα Μύρα της Λυκίας, όπου διετέλεσε και ηγούμενος. Αργότερα όταν ο μητροπολίτης Μύρων πέθανε, οι επίσκοποι και οι κληρικοί με Θεία Φώτιση τον εκλέγουν Αρχιεπίσκοπο Μύρων. Από τη θέση αυτή ιδρύει νοσοκομεία, φτωχοκομεία, ξενώνες και άλλα ιδρύματα και ασκεί συνεχώς το έργο της φιλανθρωπίας.
Κατά τους διωγμούς του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (286-305 μ.χ.), υπερασπίζεται με σθένος την πίστη του με αποτέλεσμα να διωχθεί και να εξοριστεί. Μετά την άνοδο στο θρόνο του Μεγάλου Κωνσταντίνου συγκαλείται η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος στην Νίκαια το 325 μ.χ. για να βρει λύση στο πρόβλημα του Άρειου. Ανάμεσα στους Πατέρες που λαμβάνουν μέρος είναι και ο Άγιος Νικόλαος. Στην σύνοδο αυτή ο Άγιος Σπυρίδωνας κάνει το γνωστό θαύμα με το κεραμίδι, το οποίο χωρίστηκε στα τρία: χώμα, νερό, φωτιά, αποδεικνύοντας έτσι τον Τριαδικό Θεό.
Ο Άρειος χαρακτηρίζει το θαύμα δαιμονικό και τότε ο Άγιος Νικόλαος με ιερή αγανάκτηση σηκώθηκε και τον χαστούκισε. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να κλειστεί ο Άγιος στη φυλακή.
Εκεί τον επισκέπτεται ο ίδιος ο Χριστός με την Παναγία. Ο Χριστός τον ελευθερώνει και του δίνει ένα Ευαγγέλιο, ενώ η Παναγία του δίνει το ωμοφόριο του Αρχιερέα. Ο Άρειος καταδικάζεται σαν αιρετικός και ο Άγιος επιστρέφει πίσω στα Μύρα.
Συνεχίζει το υπόλοιπο της ζωής του με άπειρες ελεημοσύνες, αγρυπνία, νηστεία και προσευχή μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου του 330 μ.χ. όπου σε ηλικία περίπου 100 χρόνων αρρωστά και πηγαίνει κοντά στον Κύριο που τόσο αγάπησε.
Τα λείανα του μεταφέρθηκαν το 1087 μ.χ. από τα Μύρα της Λυκίας στο Μπάρι της Ιταλίας όπου φυλάγονται μέχρι και σήμερα.
Και στην Κύπρο μας, δεν μπορούσε να μην χαίρει ιδιαίτερης αγάπης και ευλάβειας ο Άγιος Νικόλαος. Βρίσκουμε έτσι σε ολόκληρο το νησί περίπου 100 ναούς αφιερωμένους στο όνομά του. Ένας από αυτούς είναι και ο ναός της μικρής κοινότητας Τσακίστρας, λίγα μόνο χιλιόμετρα από το μοναστήρι του Κύκκου.
Ο ναός του ορεινού αυτού χωριού, αφιερωμένος στο θαλασσινό Άγιο χρονολογείται γύρω στα 1500 μ.χ. Έχει όμορφες τοιχογραφίες, οι οποίες σύντομα θα στερεωθούν και θα καθαριστούν. Έχει επίσης ανυπολόγιστης αξίας λειψανοθήκη με λείψανα του Αγίου Φιλίππου, της Αγίας Παρασκευής και άλλων Αγίων. Γι’ αυτό αξίζει κάθε έπαινος στους ανακαινιστές του ναού.
|